- απαράβλαστος
- ἀπαράβλαστος, -ον (Α)(για δέντρα) αυτός που δεν βγάζει παραφυάδες (π.χ. έλατο, πεύκο).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπαράβλαστος — not branching laterally masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράβλαστον — ἀπαράβλαστος not branching laterally masc/fem acc sg ἀπαράβλαστος not branching laterally neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβλάστοις — ἀπαράβλαστος not branching laterally masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαραβλάστων — ἀπαράβλαστος not branching laterally masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράβλαστα — ἀπαράβλαστος not branching laterally neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαράβλαστοι — ἀπαράβλαστος not branching laterally masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)